Ἐπιθέρσης

Ἐπιθέρσης
Ἐπιθέρσης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Επιθέρσης — (α’ μισό 1ου αι. μ.Χ.). Γραμματικός από τη Νίκαια. Ήταν πατέρας του ρήτορα Αιμιλιανού και έγραψε Περί λέξεων αττικών και τραγικών και κωμικών …   Dictionary of Greek

  • Ἐπιθέρσην — Ἐπιθέρσης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”